Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Γιάννης Ρίτσος H Σονάτα του Σεληνόφωτος

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα,

ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως.
Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.

Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις
ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής.

Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):

Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να έρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να έρθω μαζί σου

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.

Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει
πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής
απ' τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς
με τόση δυσπιστία
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω
στο στιλβωτήριο της γωνίας,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο
στους αγρούς με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου,
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια....
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64, -
κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, -
κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα
ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να έρθω μαζί σου...
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αϊ-Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι
που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα
άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,
στη λευκότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις,
σου φτάνει ο θαυμασμός σου, -
θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα
προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
- Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να έρθω μαζί σου ...
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε
σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου,
πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ' ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του,
δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ' τους νεκρούς του
να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του
σ' ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πως να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.
Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με τη γριά βαρειά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφή- νουν πιαν να βγουν έξω
μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν
το περπάτημα της γριάς αρκούδας
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για πού και γιατί
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια
να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,
παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο
με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της
στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε
τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου....
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας.
Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά,
μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνεια
ο δίσκος μου πέφτει απ' τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν,
ν' ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται
από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια
και θυσαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια,
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω όχι τα δίνω,
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν
πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου....
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να 'ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο τι δυνατό το στήθος σου,
- τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνω
το φλιτζάνι απ' το τραπέζι
μένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του,
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου
μην κοιτάξεις μέσα,
έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει μην κοιτάξεις,
μην κοι- τάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.
Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστιριακές φωνές δεν τις ακούτε;
Βαθύ-βαθύ το πέσιμο,
βαθύ-βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του,
βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις.
Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι
για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν
οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο
τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου
που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις;
Άφησέ με να έρθω μαζί σου....
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,
την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, -
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματα σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα...

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς,
σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή
μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η
"Σονάτα του Σεληνόφωτος", μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό
κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα
απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη
σκάλα, θα γελάσει, - ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου
ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου
ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: "Η παρακμή μιάς εποχής".
Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο
του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο
λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη
μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.) ...
Κοριτσάκι μου,
μες στο βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου ‘πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου.
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
Γιατί δεν είναι κοριτσάκι
να μάθεις μόνο εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου.
Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις
Να το θυμάσαι κοριτσάκι.

Γ. Ρίτσος - για την κόρη του...

Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές από τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε μη σκοντάψεις

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

.... mh moy aptou ..



επιστροφη ...
Οι μέρες άλλαξαν. Δεν είναι οι ίδιες. Έφυγαν πρόσωπα αγαπημένα, μα ήρθαν άλλα. Για πάντα.(?) Άλλαξαν όλα. Μα ότι αγαπήσεις μια φορά, το κουβαλάς για πάντα, το δρόμο σου ομορφαίνει, κι ας μην είναι κει μαζί σου... Κι όταν θα δω στο δρόμο Πασχαλιά, θα γυρίζω ξανά πίσω, σε άλλα χρόνια. Με χρώματα και αρώματα διαφορετικά.
....Ίσως πάλι μόνο εγώ να άλλαξα...

--
ΚΛΕΨΕ ΖΩΗ;)


Οι νεράιδες θα ΄ρθούν στα όνειρα σου, να σου τραγουδήσουν.
Μην τους κάνεις κακό γιατί χωρίς παραμύθια τη ζωή μας θα αφήσουν.

Κρύβονται πίσω από καλλυντικά, διακριτικά
Δίνουν χρώμα στη νυχτιά, δεν αντέχουν την ψευτιά.
Δεν δανείζουν το κορμί τους μόνο για μια βραδιά
Δεν χαρίζουν την ψυχή τους αν αυτή δεν αγαπά.
Δεν χορεύουν σε τραπέζια και δεν γδύνονται στις πίστες
Δεν αντέχουν τη μιζέρια, δεν ανήκουνε σε λίστες
Πλουσίων πελατών, ξεμωραμένων εραστών
Μα προσέχουν το παρόν άφοβα για να κοιτούν το παρελθόν.
Αύριο, για τ΄αύριο φαντάζονται και μέχρι να ΄ρθει σε κομμάτια δεν μοιράζονται.

Φυλαχτό στο ραβδί τους η αγάπη,
Θα σ΄αγγίξει αυτό μονάχα αν δεν τους θυμίζεις κάτι.



Μαζί σου θα πέταγα στα ουράνια
Μ’ αετίσια περηφάνια κ με όνειρο τρελό
Μαζί σου θα μύριζε ο κόσμος
Όπως σ’ αυλή ο δυόσμος κ ο βασιλικός

Μακριά σου κοιταμε δεν χωράω
Στο ουρανό δεν πάω μαζί σου μόνο ζω
Μακριά σου αγάπη δεν φοράω
Με τις σκιές μιλάω για σένα κ ρωτώ

Μαζί σου θα έμοιαζε μ’ αγάπη
Ο κόσμος κι όχι κάτι που απλά αδιαφορώ
Μαζί σου θα είχαν χρώμα οι νύχτες
Τώρα σαν τους ξενυχτες την μέρα καρτερώ

Μακριά σου κοιταμε δεν χωράω
Στο ουρανό δεν πάω μαζί σου μόνο ζω
Μακριά σου αγάπη δεν φοράω
Με τις σκιές μιλάω για σένα κ ρωτώ

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009




Απόψε Σιωπηλοί

Απόψε είμαστε κι οι δυό μας σιωπηλοί
Ακόμα και οι λέξεις φοβήθηκαν τα χείλη
το ξέρω θα μου δώσεις ένα φιλί
και θα μου πεις να μείνουμε δυό φίλοι
και θα μου πεις να μείνουμε δυό φίλοι

δεν θέλω να ‘μαστε ούτε φίλοι ούτε εχθροί ,
θέλω να μην θυμάμαι
κι ούτε να ξέρω που θα πάς και πια είναι αυτή
θέλω ένα όνειρο μονάχα να ‘ναι
κι όταν ξυπνήσω το πρωί να είσαι εκεί
για να μου πεις να μην φοβάμαι .

Δως μου λοιπόν το τελευταίο μας φιλί
Και ας καπνίσουμε μαζί κι ένα τσιγάρο
Και φύγε , μη γυρίσεις να με δεις
Δεν θέλω να με βλέπεις να πονάω
δεν θέλω να με βλέπεις να πονάω

δεν θέλω να ‘μαστε ούτε φίλοι ούτε εχθροί ,
θέλω να μην θυμάμαι
κι ούτε να ξέρω που θα πάς και πια είναι αυτή
θέλω ένα όνειρο μονάχα να ‘ναι
κι όταν ξυπνήσω το πρωί να είσαι εκεί
για να μου πεις να μην φοβάμαι .

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Που να΄σαι
σ΄ένα παράθυρο ανοιγμένο
σ΄ένα φεγγάρι προδομένο
που το κοιτάμε πια σαν ξένοι

Πού να΄μαι
σ΄ένα ρολόϊ κολλημένος
στους δείκτες του παγιδευμένος
στιγμή έχω γίνει περασμένη

Που να΄σαι τώρα
που κρυώνω και φοβάμαι
μέσα στο σώμα σου εγώ θέλω
μόνο να΄μαι
μήπως ρωτάς κι εσύ αγάπη μου
πού να΄μαι ή απλά
με διέγραψες

Που να΄σαι απόψε
που οι τοίχοι ιδρώτα στάζουν
κι οι αναμνήσεις γύρω σαν θεριά
ουρλιάζουν
μήπως αγάπη μου οι αγάπες
σε τρομάζουν και δεν επέστρεψες

Πού να΄μαι
στον καναπέ μ΄ένα σεντόνι
που να μυρίζει εσένα ακόμη
και της αγάπης μας τη γλύκα

Πού να΄σαι
σε ποιά αγκαλιά στριφογυρίζεις
ποιόν απ΄τους φόβους σου ξορκίζεις
λίγο να με σκεφτείς σε βρήκα

Που να΄σαι τώρα
που κρυώνω και φοβάμαι
μέσα στο σώμα σου εγώ θέλω
μόνο να΄μαι
μήπως ρωτάς κι εσύ αγάπη μου
πού να΄μαι ή απλά
με διέγραψες

Που να΄σαι απόψε
που οι τοίχοι ιδρώτα στάζουν
κι οι αναμνήσεις γύρω σαν θεριά
ουρλιάζουν
μήπως αγάπη μου οι αγάπες
σε τρομάζουν και δεν επέστρεψες

afierwmeno

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009



Αυτά που τόσο αγάπησα
μα τ' άφησα ορφανά

γίναν πουλιά και πέταξαν
στα χαμηλά και στα ψηλά
sτα χαμηλά και στα ψηλά

Στα χαμηλά και στα ψηλά

στο νότο μα και στο βορρά
τα π' αγαπώ σκορπίσανε
και φύγανε και πάνε


Τα βράδια ράβω τα φτερά
με τ' άστρα μάτια άγρυπνα

και τα βουνά χέρια ανοιχτά
να πάω να τ' ανταμώσω

να πάω να τ' ανταμώσω


Οι πόθοι μου είναι παιδιά
που περιμένουν χάδι
στην αγκαλιά τους με πονούν
σαν το πικρό αγκάθι
σαν το πικρό αγκάθι


Στα χαμηλά και στα ψηλά
στο νότο μα και στο βορρά
τα π' αγαπώ σκορπίσανε
και φύγανε και πάνε

Τα βράδια ράβω τα φτερά
με τ' άστρα μάτια άγρυπνα
και τα βουνά χέρια ανοιχτά
να πάω να τ' ανταμώσω
να πάω να τ' ανταμώσω

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009





Εγώ σε πέτρινο κελί
και συ σε ξένο στρώμα
ατσάλι η νύχτα και γυαλί
της προδοσίας το φιλί
μου το χρωστάς ακόμα

Ο μοναχός μοιράζεται
τη μοναξιά με τ’ άστρα
όποτε σε θυμήθηκα
στα πέλαγα κοιμήθηκα
και ξύπνησα στα κάστρα

Δικός σου ήμουν κι έγινα
ένας κατάδικός σου
μαζεύω τα κομμάτια μου
εσύ δεν δίνεις μάτια μου
ούτε τον πυρετό σου

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ

Τρίτη 14 Απριλίου 2009



Πολλές φορές σου μίλησα
Με χρώματα στο στόμα
Στο είπα, όσα έμαθα
Τα έμαθα με το σώμα
Μισός ψυχή μισός κορμί
Κι η πείνα μου θηρίο
Μισή ζωή σπατάλησα
να ζήσουν και τα δύο

Όσα κομμάτια κι μπορέσεις να ενώσεις
Δεν θα σου φτάσουν μια στιγμή για να με νιώσεις
Στα είπα όλα - Φίλα με τώρα

Με αγαπούσε το νερό
Μα ο ουρανός με ζούσε
Κι όταν μετρούσα τι μπορώ
Η γη δεν με χωρούσε
Κυνήγησα τις ομορφιές
Μα μ' έκλεψε η λύπη
Οι αλήθειες μου: εσύ όταν κλαις
Και της καρδιάς μου οι χτύποι

Όσα κομμάτια κι μπορέσεις να ενώσεις
Δεν θα σου φτάσουν μια στιγμή για να με νιώσεις
Στα είπα όλα - Φίλα με τώρα


Χαμογελάς, στα μάτια σου γλιστράω
δε με κοιτάς, μα πες μου πού να πάω
πού να σε ζητώ, πού να σ' αγαπώ, πού να σε ξεχνώ

Και με φιλάς, η ανάσα αγριεύει
και σου ζητώ, αυτό που περισσεύει
δυο αναπνοές, λέξεις σου παλιές, κάτι να μη θες

Θέλω να καις, άστρο μου κι αν θες
να με προσέχεις στις φτηνές μου τις στιγμές
και από κει ψηλά, ρίξε μια ματιά
πες μου πως βλέπεις τα δικά μου τα παράπονα

Εμείς οι δυο, δυο κούνιες στο παρκάκι
τη μια είσαι εδώ, σε χάνω σε λιγάκι
αίμα μου ξανθό, πού να σ' αγαπώ, πού να σε ξεχνώ

Κι αν στο φιλί, ξημέρωμα με πάρει
να κοιμηθώ, στα χέρια σου κουβάρι
μια γωνιά εδώ, κι άμα αναστηθώ, πες μου ότι ζω

Θέλω να καις, άστρο μου κι αν θες
να με προσέχεις στις φθηνές μου τις στιγμές
και από κει ψηλά, ρίξε μια ματιά
πες μου πως βλέπεις τα δικά μου τα παράπονα




Οι τοίχοι γέμισαν αλμύρα
τα κλάματά σου είναι παντού
κάτι σου είπα για τη μοίρα
και μου 'πες η ζωή είναι αλλού

Σε παίρνει πάλι η θάλασσα των δυνατών σινιάλων
κι εγώ σου λέω πως αλλού είναι η ζωή των άλλων

Παλι μιλάς για ξένους τόπους
λες κι έχεις κι άλλη μια ζωή
πάλι χαμένη μες στους τρόπους
να γίνονται όλα απ'την αρχή

Τα φώτα μη σε κλέβουνε των πλοίων των μεγάλων
αυτή για μας είναι η ζωή, η άλλη είναι των άλλων.
Άχου και να 'μουν πειρατής
σε μαύρη καραβέλα
τ' ωκεανού το φόβητρο
στο πήγαινε, στο έλα

Των πλούσιων και των ευγενών
να κούρσευα τα πλοία
του θησαυρούς να κοίταζα
στη πιτσιρικαρία

Κι' όταν έρθει δείλι
το δικό σου χείλι
να μου σιγοτραγουδά

Κι' όταν έρθει βράδυ το δικό σου χάδι
τις πληγές μου να μετρά
τις πληγές μου να μετρά

Αιχμάλωτες μου να κρατώ
τις πιο όμορφες κυράδες
στου πόθου τους τη θύελλα
να βρω τις συμπληγάδες

Κι' αν είναι κάπου, κάποτε
κάποιο κακό να γένει
θρύλο ας αφήσω πίσω μου
σαν του Κοκκινογένη

Κι' όταν έρθει δείλι
το δικό σου χείλι
να μου σιγοτραγουδά

Κι' όταν έρθει βράδυ το δικό σου χάδι
τις πληγές μου να μετρά
τις πληγές μου να μετρά

Κι' όταν έρθει δείλι
το δικό σου χείλι
να μου σιγοτραγουδά

Κι' όταν έρθει βράδυ το δικό σου χάδι
τις πληγές μου να μετρά
τις πληγές μου να μετρά

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009




Γεμάτο δάκρυα στάζει το πέλαγος
Μοιάζει το χιόνι σου φέτος να καίει
Μοιάζει το μέλλον να είναι απροσπέραστο
Σ’ ένα παρόν που στενάζει και κλαίει

Είναι χλωμό του ουρανού το στερέωμα
Και τούτη η πόλη φαρμάκι να στάζει
Έχω πια χάσει καιρό το δικαίωμα
Να σ’ αντικρίζω καθώς θα χαράζει

Όσο μ’ αγάπησες τόσο σε πρόδωσα
Όσο με πρόδωσες σ’ είχα αγαπήσει
Όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα
Κι όσο με μίσησες με έχω μισήσει...

Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο
Κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες
Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο
Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες

Είναι η πόλη μας τώρα πια φάντασμα
Μοιάζει με πίνακα που έχει ξεβάψει
Κι έχει απομείνει μονάχα η θάλασσα
Να μου θυμίζει ότι έχω ξεχάσει

Έτσι κοιτάζω την πόλη που αγάπησα
Όταν σε είχα σε αυτή συναντήσει
Έτσι κοιτάζω την πόλη που άφησα
Όταν στην άβυσσο μ’ είχες αφήσει...

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Χωρίς κανέναν φίλο

Για να πιω τα δυο σου χείλη
ξέχασα τι είναι οι φίλοι
Τους αρνήθηκα έναν-έναν
για να ζω μόνο για σένα
μάτια μου
αχ, μάτια μου.

Χωρίς κανέναν φίλο
το χορό ανοίγω μόνος μου
Χωρίς εσένα τώρα
περπατώ στη μπόρα μόνος μου
Χωρίς κανέναν φίλο
το χορό μου κλείνω μόνος μου
Χωρίς εσένα αντέχω
τη ζωή ξοδεύω μόνος μου.

Στης αγάπης σου τους ήλιους
έκαψα όλους μου τους φίλους
Και δεν κράτησα δικό μου
ούτε καν τον εαυτό μου
μάτια μου
αχ, μάτια μου.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

kalhmera xronia polla

kalhmeraaaaaaaaaaaaa

kai xronia pollaaaaaaaaaaaaaaaa se olous toys pseytes , an kai den exoun anagkh autoi giortazoun ka8e mera